Η οικογένεια Μπούα και η Κύπρος.

{Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε από την Κύπρια ιστορικό και ερευνήτρια Νάσα Παταπίου και δημοσιεύθηκε στην Κυπριακή εφημερίδα “Πολίτης” στις 10 Ιανουαρίου 2010, σελίδα 42}

της Νάσας Παταπίου

Ιστορικός – Ερευνήτρια Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου

Η σπουδαία οικογένεια των ελαφρών ιππέων Μπούα σχετίζεται και με την Κύπρο, γιατί κατά τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας υπηρέτησαν πολλά μέλη της στη μεγαλόνησο και την υπερασπίστηκαν με ανδρεία και αυτοθυσία, κατά τον πόλεμο των ετών 1570-1571. Πρόκειται για σημαντικότατη αλβανόφωνη οικογένεια, η οποία από τον 14ο αιώνα εγκαταστάθηκε στην Αιτωλοακαρνανία, ενώ αργότερα άλλα μέλη της εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο. Προσέφεραν υπηρεσίες στα στρατιωτικά σώματα της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Βενετίας. Μέλη της ίδιας οικογένειας έφεραν επίσης και τα επίθετα Γρίβας και Σπάτας (απ΄ όπου και το τοπωνύμιο Σπάτα της Αττικής). Οι Μπούα διακήρυτταν την ελληνική τους καταγωγή, την οποία ανήγαν στους αρχαίους Έλληνες και υποστήριζαν, μάλιστα, ότι ήταν κατευθείαν απόγονοι του βασιλιά Πύρρου της Ηπείρου. Γενάρχης τους θεωρείται ο χριστιανός φύλαρχος Γκίνης (Ιωάννης) Μπούας- Γρίβας. Σπουδαιότερο και πιο ένδοξο μέλος της οικογένειας Μπούα υπήρξε ο Μερκούριος Μπούας, του οποίου τα ανδραγαθήματα υμνούνται σε μακροσκελές στιχούργημα του Τζάνε Κορωναίου. Ο Μερκούριος είχε τιμηθεί για την ανδρεία του από τον αυτοκράτορα της Γερμανίας, Μαξιμιλιανό Α΄, ο οποίος, μεταξύ άλλων, του είχε προσφέρει το 1510 σημαία με παράσταση του δικέφαλου αετού και των πυρεκβόλων των Παλαιολόγων. Όποιος επισκέπτης φθάσει σήμερα στο Τρεβίζο, την πανέμορφη πόλη κοντά στη Βενετία, μπορεί να θαυμάσει στο ναό της Santa Maria Maggiore, το ταφικό μνημείο του Μερκούριου Μπούα, έργο του γλύπτη Αντωνίου Lombardi.Τα αδέλφια του Μερκούριου Μπούα καθώς και οι ανεψιοί του υπηρέτησαν και πολέμησαν στην Κύπρο και μερικοί από αυτούς σκοτώθηκαν ενώ άλλοι αιχμαλωτίστηκαν.

Σύμφωνα με την ανέκδοτη Έκθεση του Βενετού τοποτηρητή Κύπρου, Francisco Bragadin, για τη μεγαλόνησο, ο Αλέξιος Μπούας υπηρετούσε ως διοικητής ενός λόχου ιππέων στη χερσόνησο της Καρπασίας. Επίσης, όπως πληροφορούμαστε από ανέκδοτη επιστολή των εγγονών του Αλέξιου Μπούα, Μερκούριου και Πέτρου, ο παππούς τους υπήρξε αδελφός του σπουδαίου ιππότη και πολέμαρχου, Μερκούριου Μπούα, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω. Ο Αλέξιος Μπούας φαίνεται να είχε πεθάνει περί το έτος 1554, γιατί ένα έγγραφο με την ίδια χρονολογία αναφέρει ότι στη θέση του αοίδιμου (quondam) Αλέξιου Μπούα, ως διοικητής του λόχου του είχε διοριστεί ο Μανώλης Σπηλιώτης. Επίσης, στην ίδια πηγή μνημονεύεται ότι ο Σπηλιώτης θα είχε ετησίως την ίδια αμοιβή, την οποία λάμβανε και ο προκάτοχός του.

Επιστολή των αδελφών Μερκούριου και Πέτρου Μπούα.

Το έτος 1576, μ΄ επιστολή τους προς τον δόγη, τα δύο αδέλφια Μερκούριος και Πέτρος Μπούας ανέφεραν τα ανδραγαθήματα των μελών της οικογένειάς τους και τις υπηρεσίες, τις οποίες προσέφεραν προς τη Γαληνοτάτη. Ο ένδοξος Αλέξιος Μπούας υπήρξε εκ πατρογονίας παππούς τους. Αφού ο ίδιος υπηρέτησε σε πολλές περιοχές και έλαβε μέρος σε πολλούς πολέμους, στη συνέχεια, με απόφαση των βενετικών αρχών διορίστηκε στην Κύπρο, διοικητής πενήντα ιππέων. Μαζί με τον ίδιο ήρθαν επίσης για υπηρεσία στην Κύπρο και οι τέσσερις αδελφοί του Αλέξιου Μπούα, οι Ανδρέας, Προγόνης (Progono), Θεόδωρος και Μάρκος. Δύο από τους τέσσερις θείους του πατέρα τους, γράφουν οι δύο αδελφοί, υπήρξαν επίσης διοικητές λόχων του ελαφρού ιππικού (stradioti). Ένας από αυτούς ήταν ο Προγόνης, ο οποίος πρέπει να είχε πεθάνει το 1565, γιατί τότε διορίστηκε στη θέση του ο Θωμάς Κουρτέσης (Tomaso Cortese), διοικητής εικοσιπέντε ιππέων.

Τα δύο αδέλφια αναφέρουν επίσης ότι ο πατέρας τους, ο οποίος ονομαζόταν Καλέντζης, υπήρξε υπολοχαγός (luogotenente) του ανδρείου Ιωάννη Λαμπέτη. Οι Μερκούριος και Πέτρος, όπως καταγράφουν, ακολουθώντας το παράδειγμα των δικών τους εισήλθαν για υπηρεσία στα σώματα του ελαφρού ιππικού και υπηρέτησαν και αυτοί με τον ίδιο ζήλο, υπό τις διαταγές του διοικητή Ιερωνύμου Λαμπέτη. Πολέμησαν γενναία κατά τον πόλεμο του 1570 -1571, στον οποίο ο δύστυχος πατέρας τους είχε σφαγιασθεί. Επίσης, ο θείος τους Νικόλαος, υπολοχαγός του Γενικού διοικητή των ελαφρών ιππέων Πέτρου Ροντάκη, είχε βρει άγριο θάνατο. Κατά την άλωση της Λευκωσίας, τον Σεπτέμβριο του 1570, οι δύο αδελφοί μαχόμενοι ανδρείως εναντίον του εχθρού, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι μαζί με τις πέντε αδελφές τους, τους συζύγους τους και τα παιδιά τους και έχασαν και ό,τι περιουσιακό στοιχείο είχαν αποκτήσει στην Κύπρο.

Στην υπεράσπιση της Αμμοχώστου είχαν βρεθεί δύο άλλοι θείοι τους, αδελφοί του πατέρα τους. Επρόκειτο για τον Βρυέννιο (Vreni), ο οποίος υπήρξε ανθυπολοχαγός (alfiero) του Ανδρέα Ροντάκη και τον Γκίνη, ο οποίος υπηρετούσε ως υπολοχαγός του Κόντου Ροντάκη. Τόσο ο Γκίνης όσο και ο Βρυέννιος Μπούας είχαν αιχμαλωτιστεί με την παράδοση της πόλης της Αμμοχώστου. Ο Γκίνης, μετά την αιχμαλωσία του, εστάλη με αλυσίδες στα πόδια κωπηλάτης σε γαλέρα όπου εκεί δεν άντεξε τις κακουχίες και άφησε την τελευταία του πνοή. Οι Μερκούριος και Πέτρος κατόρθωσαν αργότερα ν΄ απελευθερωθούν και κατέφυγαν στη Βενετία. Στη συνέχεια υπέβαλαν αίτημά τους προς τον δόγη και ζητούσαν να υπηρετήσουν στα βενετικά στρατιωτικά σώματα. Ήταν ένας τρόπος για να επιβιώσουν, γιατί είχαν χάσει τα πάντα, γι΄ αυτό στο αίτημά τους υπενθύμιζαν τις υπηρεσίες των ιδίων και των προγόνων τους, προς το βενετικό κράτος.

Συμπολεμιστές των δύο αδελφών Μπούα, οι οποίοι μετά την αιχμαλωσία τους ελευθερώθηκαν και κατέφυγαν κι αυτοί στη Βενετία, πιστοποιούσαν εγγράφως για τα έργα και τις ημέρες του Πέτρου και του Μερκούριου. Διαβεβαίωναν ότι ήταν γιοι του Καλέντζη Μπούα, που σκοτώθηκε υπερασπιζόμενος τη Λευκωσία και εγγονοί του Αλεξίου Μπούα. Επίσης, έγραφαν ότι ο αδελφός του παππού τους, Προγόνης, διοικητής ενός λόχου τριάντα ιππέων, ήταν γαμβρός του ιππότη Πέτρου Ροντάκη, γενικού διοικητή του ελαφρού ιππικού της Κύπρου. Τα δύο αδέλφια, κατά τους μάρτυρες, ως αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στην Ανατολία (Natolia) και από εκεί δραπέτευσαν και επέστρεψαν στην Κύπρο και στη συνέχεια κατόρθωσαν και έφθασαν στη Βενετία. Ένας άλλος υπερασπιστής της Αμμοχώστου, ο Νικόλαος Βελάμης, από το Ναύπλιο, πιστοποιούσε επίσης ότι οι δύο αδελφοί υπηρετούσαν στον λόχο του Ιερώνυμου Λαμπέτη, στην περιοχή της Φοντάνα Αμορόζα, στην Πάφο. Ο διοικητής τους, Ιερώνυμος Λαμπέτης, είχε σκοτωθεί στη Λευκωσία, μαχόμενος ανδρείως στην άμυνα της πρωτεύουσας. Μαρτυρία επίσης για τους αδελφούς Μπούα έδωσε και ο stradioto Πέτρος Ραψομανίκης, από τη Μεθώνη, ο οποίος υπήρξε συμπολεμιστής τους.

Τέλος, με απόφαση των βενετικών αρχών, οι δύο αδελφοί διορίστηκαν στα βενετικά στρατιωτικά σώματα, στη Δαλματία.

Μπίλιω Μπούα, χήρα του Βρυέννιου Μπούα.

Τα όσα αναφέρονται από τους δύο αδελφούς Πέτρο και Μερκούριο Μπούα, για τον θείο του Βρυέννιο, επαληθεύονται σε επιστολή της συζύγου του, Μπίλιως Μπούα. Σχεδόν μετά από δέκα χρόνια αιχμαλωσίας, η χήρα του Βρυέννιου, Μπούα, αφού κατόρθωσε να απελευθερωθεί, το έτος 1580, κατέφυγε και αυτή, όπως συνέβαινε άλλωστε με όλους τους υπερασπιστές της Κύπρου και τους συγγενείς τους, στη Βενετία. Η Μπίλιω, με καταγωγή από το Ναύπλιο, στο αίτημά της προς τις βενετικές αρχές έγραφε, μεταξύ άλλων, ότι ο σύζυγός της Βρυέννιος Μπούας υπηρετούσε ως stradioto στο λόχο του γενναίου ιππότη και διοικητή των ελαφρών ιππέων, Ανδρέα Ροντάκη, στην Αμμόχωστο. Αφού πολέμησε γενναία υπερασπιζόμενος την πόλη, κατά την παράδοσή της στον εχθρό αιχμαλωτίστηκε, όπως και όλοι οι συμπολεμιστές του. Ως αιχμάλωτος, όμως, δεν άντεξε τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης και έτσι πολύ σύντομα άφησε την τελευταία του πνοή.

Η δύστυχη χήρα δεν είχε πόρους να επιβιώσει, όπως σημείωνε στο αίτημά της, και την περιουσία που είχε στην Κύπρο, την οποία απέκτησε όπως έγραφε με χίλιους δυο κόπους, την είχε χάσει. Έτσι, ζητούσε από τις βενετικές αρχές να της παραχωρήσουν μια μηνιαία σύνταξη δύο δουκάτων, όπως είχε συμβεί και με άλλες συζύγους και παιδιά Αλβανών Ναυπλιωτών (Albanesi Napolitani), για να μπορέσει να επιβιώσει. Σχεδόν μετά από οκτώ μήνες οι βενετικές αρχές αφού εξέτασαν το αίτημα της Μπίλιως Μπούα αποφάσισαν να της καταβάλλεται μηνιαίως ένα δουκάτο, για τις υπηρεσίες του συζύγου της και για ό,τι της στέρησε ο πόλεμος της Κύπρου.

Μαρκεζίνα Μπούα, χήρα του Μάρκου Μπούα.

Μία άλλη επιστολή-αίτημα προς τις βενετικές αρχές, η οποία είχε συνταχθεί το έτος 1580, έφερε την υπογραφή της Μαρκεζίνας, χήρας του Μάρκου Μπούα. Σύμφωνα με όσα ανέφερε η Μαρκεζίνα Μπούα, ο σύζυγός της υπηρετούσε στην Κύπρο, στο ελαφρύ ιππικό και όταν οι οθωμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στη μεγαλόνησο βρέθηκε μαζί με την οικογένειά του στην υπεράσπιση της Αμμοχώστου. Υπηρετούσε ως ανθυπολοχαγός υπό τη διοίκηση του Ιωάννη Ροντάκη και έχασε τη ζωή του υπερασπιζόμενος την πόλη της Αμμοχώστου. Υπενθύμιζε η χήρα Μαρκεζίνα τις υπηρεσίες, τις οποίες προσέφεραν τα μέλη της οικογένειας του συζύγου της, αλλά και της δικής της οικογένειας και τα όσα είχαν υποφέρει στους πολέμους της Γαληνοτάτης. Η ίδια, μετά την παράδοση της Αμμοχώστου, αιχμαλωτίστηκε μαζί με τα δύο παιδιά της, μία θυγατέρα και ένα γιο. Έχασε τον σύζυγό της, την περιουσία της και την πατρίδα της και για σχεδόν δέκα χρόνια υπέμεινε την πικρή αιχμαλωσία. Ζητούσε και αυτή ως οικονομική ενίσχυση δύο δουκάτα μηνιαίως, ποσό το οποίο είχε χορηγηθεί και σε άλλες οικογένειες των υπερασπιστών της Κύπρου. Ο Μάρκος Μπούας, σύζυγος της Μαρκεζίνας, όπως μαρτυρείται στην επιστολή των δύο αδελφών Πέτρου και Μερκούριου, ήταν αδελφός του παππού τους Αλέξιου Μπούα και, κατά συνέπεια, αδελφός του σπουδαιότερου μέλους της οικογένειας, του λαμπρού πολεμιστή και τιμημένου ιππότη, Μερκούριου Μπούα.

Στα σχετικά έγγραφα, τα οποία αφορούν στους υπερασπιστές της Κύπρου, κατά τον πόλεμο 1570-1571, έχουμε εντοπίσει και μία επιστολή ενός άλλου μέλους της οικογένειας Μπούα. Πρόκειται για τον Balumba Μπούα, γιο του Ανδρέα Μπούα, ο οποίος επίσης είχε υπηρετήσει ως διοικητής ενός λόχου ελαφρών ιππέων στην Κύπρο. Δεν παραλείπει, μεταξύ άλλων, στο αίτημά του να αναφέρει ότι ο σπουδαίος, Μερκούριος Μπούας, υπήρξε θείος του πατέρα του. Η είδηση αυτή μαρτυρεί ότι πρόκειται για πρώτο εξάδελφο των αδελφών Μερκούριου και Πέτρου Μπούα. Από μικρός, ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του και των άλλων μελών της οικογένειάς του εντάχθηκε στην υπηρεσία της Γαληνοτάτης, στα βενετικά στρατιωτικά σώματα των ελαφρών ιππέων της Κύπρου. Από την αρχή του πολέμου της Κύπρου, και, μόλις ο εχθρός αποβιβάστηκε πρώτα στην Πάφο, ο ίδιος ήταν μεταξύ αυτών που τον απέκρουσαν. Στη συνέχεια με τους συμπολεμιστές του μετέφεραν ως τρόπαια στη Λευκωσία δεκαεπτά κεφάλια Τούρκων σκοτωμένων, καθώς και τρεις ζωντανούς αιχμαλώτους. Αργότερα, υπό τη διοίκηση του ανδρείου Ιερώνυμου Λαμπέτη έλαβε μέρος σε τρεις συμπλοκές με τον εχθρό, μαζί με άλλους ιππείς. Συμμετείχε επίσης και ο Balumba Μπούας στην καταστροφή των Λευκάρων και στη σκληρή τιμωρία των κατοίκων του χωριού. Η μαρτυρία του συνίσταται στην αναφορά της στάσης των κατοίκων των Λευκάρων, στην πλήρη καταστροφή του χωριού και στη μεταφορά στην πρωτεύουσα του αρχηγού του χωριού, ο οποίος οπωσδήποτε ήταν ο ηθικός αυτουργός της συμπεριφοράς των κατοίκων προς τους Τούρκους. Πρόκειται για το γνωστό επεισόδιο του πολέμου της Κύπρου, κατά το οποίο σύμφωνα με δημοσιευμένες πηγές, αλλά και αρχειακές μαρτυρίες τις οποίες εντοπίσαμε, οι κάτοικοι των Λευκάρων δεν αντιστάθηκαν στους Τούρκους όταν εισέβαλαν στη μεγαλόνησο, το 1570. Τέλος, ο Balumba Μπούας, αναφέρεται στην υπεράσπιση της Λευκωσίας, στην οποία είχε λάβει μέρος ευρισκόμενος στον προμαχώνα του Λίβιου Ποδοκάθαρου. Στη συνέχεια, με την κατάληψη της πόλης αιχμαλωτίστηκε και βίωσε τη σκληρή αιχμαλωσία έως ότου κατόρθωσε να απελευθερωθεί. Χωρίς πατρίδα και χωρίς οικογένεια, άστεγος και ρακένδυτος, ζητούσε από τις βενετικές αρχές να διοριστεί και να υπηρετήσει εκ νέου στα βενετικά στρατιωτικά σώματα.

Πέντε ανέκδοτα έγγραφα, μελών της οικογένειας Μπούα, έφεραν στο φως τον άγνωστο έως σήμερα ρόλο και τη συμβολή τους στην άμυνα και υπεράσπιση της Κύπρου, κατά τον πόλεμο των ετών 1570-1571. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι ο Θωμάς Μουζάκης, διοικητής εξήντα δύο ιππέων, στις Αλυκές της Λάρνακας, υπήρξε γαμπρός του ιππότη Μερκούριου Μπούα, όπως ο ίδιος αναφέρει σ΄ επιστολή του, το 1569, στον δόγη. Οι Μπούα, λοιπόν, δεν πολέμησαν μόνο για την απελευθέρωση της Ελλάδας, το 1821, ως αρματωλοί και οπλαρχηγοί, αλλά πολέμησαν επίσης γενναία και με αυτοθυσία, για την υπεράσπιση της Κύπρου, την οποία αποκαλούν και θεωρούν, όπως μαρτυρείται στα αιτήματά τους, προσφιλή πατρίδα.